- μάμμος
- (I)ομαιευτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].————————(II)μάμμος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαμμοσύνη — η [μάμμος (I)] το επάγγελμα τής μαίας, η μαιευτική … Dictionary of Greek
μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… … Dictionary of Greek
mamoş — MÁMOŞ, mamoşi, s.m. Medic specialist în obstetrică şi ginecologie; ginecolog, obstetrician. – Din ngr. mám os. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MÁMOŞ s. v. ginecolog. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime mámoş s. m., pl.… … Dicționar Român